εξάστηλο

εξάστηλο
το
κάθε δημοσίευμα που εκτείνεται σε έξι στήλες εφημερίδας (πρβλ. μονόστηλο, δίστηλο κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξάστηλος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο άρθρο») 2. το ουδ. ως ουσ. το εξάστηλο δημοσίευμα που καταλαμβάνει έξι στήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στήλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο… …   Dictionary of Greek

  • εξάστηλος — η, ο 1. που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάστηλο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”